Το αντίβαρο

Γράφει ο    Κώστας Πετούρης*

Πολλοί είναι αυτοί που έσπευσαν να προδικάσουν την αέναη κυριαρχία της επανεκλεγείσης κυβέρνησης . Από εκλογικό ενθουσιασμό και συνυπολογίζοντας την ανεπάρκεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης λόγω εκλογικής καθίζησης αλλά και λόγω των ενδοκομματικών κλυδωνισμών της, (ενν. της αντιπολίτευσης) προ διέγραψαν τη «λαμπρή» κυβερνητική θητεία, προεξοφλώντας την διαφαινόμενη τρίτη επανεκλογή της.
Αν η δεύτερη κατά σειρά κυβερνητική θητεία συνοδευτεί από την ικανοποίηση των προσδοκιών των ψηφοφόρων ενδεχομένως η πιθανολογούμενη ηγεμονία της κυβερνώσας παράταξης να επιβεβαιωθεί. Το ερώτημα είναι το εφικτό του εγχειρήματος.
Η πολιτική διαπάλη η ισχυρότερη αντιπολίτευση είναι η ίδια η πραγματικότητα και οι αναφορές που θέτει στον τρόπο διαχείρισης της. Η αφετηρία της κυβερνητικής θητείας παρά το moratorium που της εξασφαλίζει η θερινή ραστώνη φροντίζει να μας υπενθυμίζει ότι «τα δύσκολα είναι μπροστά» παρά την έλλειψη συγκροτημένης αντιπολίτευσης.
Οι προφανές είναι ότι για τις πυρκαγιές που μαζί με την Ελληνική φύση δοκιμάζουν τις αντοχές της κοινωνίας, δεν ευθύνονται γενικά οι κυβερνήσεις . Επίσης προφανώς είναι ότι η αγανάκτηση των πολιτών για την αντιμετώπισή τους, περιέχει συχνά στοιχεία ανορθολογικής κριτικής επί παντός του επιστητού, δείγμα της οδύνης αλλά και της ευχαρίστησης να επιρρίπτουμε αβίαστα ευθύνες και να εγκαινιάζουμε το Κράτος σε κάθε ευκαιρία. Η ανεκδοτολογική ερώτηση «που είναι το Κράτος»; αποδίδει του λόγου τις αλήθειες.
Ωστόσο τόσο η  ενεργητική προστασία (μηχανική επιτήρηση και ταχείας επέμβασης) όσο και η παθητική (αποκατάσταση, επανόρθωση, αποζημίωση) βρίσκονται υπό τη διαχείριση των θεσμών και των υπηρεσιών η δράση και η λειτουργία των οποίων ανήκουν στην αποκλειστική ευθύνη του κρατικού μηχανισμού. Μοιραία και ορθώς, οι ανεπάρκειες, οι δυσλειτουργίες, οι παθογένειες, χρεώνονται στην κυβέρνηση. Η «αντιπολίτευση της κοινωνίας» καραδοκεί…
Αντίστοιχα σε ζητήματα μείζονος πολιτικής όπως αυτά της Εξωτερικής, η χώρα εισέρχεται σε έναν νέο κύκλο διαπραγματεύσεων με την γείτονα, όπου για πρώτη φορά στην κόκκινη γραμμή της «μίας και μοναδικής διαφοράς» παρεισφραίνουν φραστικούς υπαινιγμούς για υποχωρήσεις, που μόνον τυχαίοι και μάλλον αυθόρμητοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Η υπενθύμιση ότι η Συμφωνία των Πρεσπών κόστισε στην κυβέρνηση που την υπέγραψε, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για την τύχη της κυβέρνησης που θα χειριστεί την ενδοτικότητα, ένα τόσο κρίσιμο θέμα στην παρούσα συγκυρία και παρά την εξωφρενική παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα, που θα διαμορφώσει τα όρια και τις αντοχές.
Η Οικονομική Πολιτική και παρά την διεκδίκηση της επαγγελματικής βαθμίδας, δεν επιτρέπει αισιόδοξες προβλέψεις για το άμεσο μέλλον. Ο γράφων συνεχίζει να υποστηρίζει ότι η δημόσια απώλεια των πλεονασμάτων και η οικονομική απαξίωση που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της Μνημονικής περιόδου και των μέτρων συρρίκνωσης της Οικονομίας, δεν αποκαθίστανται από τις οικονομικές αυξήσεις ιδιωτικών στην μισθοδοσία της εργοδοσίας, την ισχνή αύξηση των συντάξεων και τις προσδοκώμενες βελτιώσεις των αποδοχών. Το πλήγμα ήταν τόσο βαρύ που καθιστά αδύνατη την επανάκαμψη των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων ιδιαίτερα λόγω της διαρκούς αύξησης του κόστους ζωής.
Στην πολυπληθή κατηγορία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,  άπαντες καλούνται να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του υψηλότερου και αυξανόμενου κόστους δανεισμού, να διατηρήσουν τις απαιτήσεις με επίκεντρο τις διαδικασίες φορολόγησης και σε ορισμένους κλάδους την τήρηση των όρων που προσδιορίζονται το κόστος από την τήρηση των όρων που καθορίζουν την απαγορευτική συνέχιση της λειτουργίας τους.
 Εύκολη λεία στον ανταγωνισμό με τους μεγάλους του κλάδου, δεν έχουν παρά να βιώσουν την θνησιγένεια των προϊόντων τους . Βεβαίως το μήνυμα για την πάταξη της φοροδιαφυγής μας βρίσκει άπαντες σύμφωνους υπό την προϋπόθεση να μην «αλληθωρίσει» στην εφαρμογή του οδηγώντας σε αφανισμό τους μικρούς και ανοίγοντας τον δρόμο της ασυδοσίας σε αυτούς που θα αλώσουν τη μικρομεσαία αυτοαπασχόληση.
Η διαχείριση των κόκκινων δανείων είναι χαρακτηριστική για τις προθέσεις αποξένωσης της ιδιωτικής περιουσίας από τους πιστούχους. Με το παιδαριώδες αλλά πειστικό επιχείρημα ότι η εξαγορά από τον πιστούχο του δανείου στην ίδια αξία που εξαγοράστηκε μαζικά από τα funds, θα «πέρναγε» το μήνυμα στους κακοπληρωτές να περιμένουν περαιτέρω μειώσεις και θα αποθράσυνε τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, εκποιήθηκαν αντί πινακίου φακής τα δάνεια που θα οδηγηθούν τώρα μαζικά στη διαδικασία των πλειστηριασμών με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η αφέλεια… του ισχυρισμού είναι αυταπόδεικτη δεδομένου ότι δεν υπάρχει σύμβαση δανεισμού που στερεί το δικαίωμα στον δανειοδότη (τράπεζα ή fund) να ενεργοποιήσει την διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης ευθύς αμέσως μόλις καταγγελθεί η σύμβαση από την υπέρβαση της ρητά προβλεπόμενης προθεσμίας έγκαιρης πληρωμής. Ευρηματική αλλά ανίσχυρη η δικαιολογία θα επανέλθει στην επικαιρότητα τώρα που τα αδηφάγα και τυχοδιωκτικά funds ζεσταίνουν τις μηχανές των πλειστηριασμών. Η κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει την «καυτή πατάτα» και να απαντήσει πειστικά στο ερώτημα γιατί (όπως και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ) έστρωσαν το δρόμο στην διεθνή κερδοσκοπία.
Η δέσμευση για την βελτίωση των υπηρεσιών Υγείας είναι πολλά υποσχόμενη, αρκεί να ικανοποιήσει αποτελεσματικά την προσμονή της κοινωνίας για την παροχή αξιοπρεπούς επιπέδου ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η μεγέθυνση των δημόσιων υποδομών και η επάνδρωση τους από κατάλληλο και επαρκές στελεχιακό δυναμικό Ιατρών και Νοσηλευτών, παραμένει ευσεβής πόθος ημών -ιδιαίτερα αυτών- η έλλειψη του εισοδήματος των οποίων, καθιστά απαγορευτική την προσφυγή σε ιδιωτικά νοσοκομεία. Ιδιαίτερα στο τόσο ευαίσθητο ζήτημα, πρέπει η κοινωνία να πειστεί για ένα ελάχιστο ανταποδοτικότητας και να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την ανατροπή της παρακμιακής πραγματικότητας του μεγάλου ασθενούς, που δεν είναι άλλος από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η πρόκληση είναι μεγάλη και ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά. Οψόμεθα…
Η δημόσια ασφάλεια και το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελούν ένα ακόμη κρίσιμο πεδίο δοκιμών της κυβερνητικής πολιτικής. Ιδιαίτερα τώρα που η πολλαπλή επανεμφάνιση ακροδεξιών κομμάτων πλαγιοκοπεί την κυβέρνηση με αναφορές στο έλλειμμα δημόσιας ασφάλειας συσχετιζόμενο με το μεταναστευτικό, η κυβέρνηση θα ακροβατεί μεταξύ του κράτους δικαίου και της εξάντλησης του αυταρχισμού του, σε ένδειξη περιστολής της χαλάρωσης σε μεταναστευτικό και εγκληματικότητα.
Η παλινωδίες στην λειτουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, δεν αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα εφαρμογής κυβερνητικών πρωτοβουλιών στον τομέα της αστυνόμευσης και πέρα από την επιδείνωση των διεθνών συνθηκών όπως τραγικά μας υπενθύμισε το ναυάγιο της Πύλου, η κυβέρνηση θα νιώθει την ανάσα της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης σε διαρκή βάση.
Ολοκληρώνοντας αν και ο κατάλογος των κριτηρίων που δυναμομετρούν τις κυβερνητικές επιδόσεις είναι εκτενής, οφείλουμε να κρίνουμε καλόπιστα αλλά αυστηρά το κυβερνητικό έργο με γνώμονα την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Παρά τις ανακατατάξεις στο περιβάλλον της αντιπολίτευσης εμμένουμε στη θέση ότι το ασφαλέστερο αντίβαρο στα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι τα αντανακλαστικά της κοινωνίας των ενεργών πολιτών.
* ο Κώστας Πετούρης έχει σπουδάσει Πολιτική Ανάλυση & Πολιτική Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών
No Comments Yet

Leave a Reply

Your email address will not be published.